- παρομοίῳ
- παρόμοιοςclosely resemblingmasc/neut dat sgπαρόμοιοςclosely resemblingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρομοιῶ — παρομοιάζω to be like fut ind act 1st sg (attic epic ionic) παρομοιάζω to be like fut ind act 1st sg (attic epic ionic) παρομοιόω compare pres subj act 1st sg παρομοιόω compare pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρομοίω — παρόμοιος closely resembling masc/neut nom/voc/acc dual παρόμοιος closely resembling masc/neut gen sg (doric aeolic) παρόμοιος closely resembling masc/fem/neut nom/voc/acc dual παρόμοιος closely resembling masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρομοιώνω — παρομοιῶ, όω ΝΜΑ [παρόμοιος] θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ. β. «παρομοιοῡν τινά τινι»,… … Dictionary of Greek
παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… … Dictionary of Greek